κατεπιτυγχάνω

κατεπιτυγχάνω
κατεπιτυγχάνω (Α)
επιτυγχάνω, κατορθώνω, φθάνω σε κάτι («τινάς αὐτῶν και κατεπιτυγχάνοντας τής ἀληθείας» — μερικοί απ' αυτούς [που βρίσκονται εκτός τής Εκκλησίας] και να φθάσουν στη [χριστιανική] αλήθεια, Γρηγ. Νύσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”